- προκρούστειος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μυθικό πρόσωπο Προκρούστης («προκρούστεια [ή προκρούστειος] κλίνη» — το κρεβάτι τού Προκρούστη)2. μτφ. αυτός που με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο προσπαθεί να προσαρμόσει πρόσωπα και καταστάσεις στις δικές του απαιτήσεις, στα δικά του μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Προκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάνν. Ν. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.